Εμφυτευματολογία
H εμφυτευματολογία είναι η ειδικότητα της οδοντιατρικής επιστήμης που ασχολείται με τα ενδοστικά εμφυτεύματα παντός είδους.
Το τελευταίο μισό του 20ου αιώνα πολλές ερευνητικές προσπάθειες βρήκαν πρόσφορο έδαφος για την εφεύρεση συσκευών που θα στηρίζονταν στο κόκκαλο των γνάθων, για την αποκατάσταση κυρίως ασθενών που τους έλειπαν όλα τα δόντια.
Ευρέως γνωστά σήμερα έγιναν τα εμφυτεύματα από τιτάνιο (ή κράματα με υψηλή περιεκτικότητα σε τιτάνιο), κατόπιν τυχαίας παρατήρησης στο εργαστήριο (Per-Ingvar Brånemark, 1952) πως, μετά την τοποθέτησή τους σε λαγούς, τα εμφυτεύματα από το υλικό αυτό οστεοενσωματώνονταν και δε μπορούσαν να αφαιρεθούν από το κόκκαλο.
O πρώτος ασθενής που έλαβε αποκατάσταση με αυτό τον τύπο των εμφυτευμάτων δεν είχε καθόλου δόντια και προσεφέρθει ε εθελοντικά στο πανεπιστήμιο του Gothenburg στη Σουηδία.
Δέχτηκε τα εμφυτεύματά του το 1965 και πέθανε το 2006, έχοντάς τα σε λειτουργία για περισσότερα από 40 έτη.
Την τελευταία εικοσαετία, η τοποθέτηση ενδοστικών εμφυτευμάτων τιτανίου έγινε μία ιδιαίτερα διαδεδομένη πρακτική, με διάφορους τύπους και επιφάνειες εμφυτευμάτων να κατακλύζουν την παγκόσμια αγορά.
Η χειρουργική τοποθέτηση εμφυτευμάτων είναι μία τεχνική ευαίσθητη που απαιτεί από το θεράποντα εμπειρία, σεβασμό σε ανατομικές δομές, καθώς και προμελέτη σε σχέση με την επάρκεια του οστικού υπόβαθρου.
Ο περιοδοντολόγος είναι ο πλέον καταρτισμένος και εξειδικευμένος χειρουργός οδοντίατρος με γνώσεις που αφορούν στη βιολογία των ενδοστικών εμφυτευμάτων, στην τοποθέτησή τους εντός επαρκούς οστίτη ιστού, καθώς και στη διαχείριση των μαλακών μορίων γύρω από τα εμφυτεύματα.
«Αν και η παροχή εγγυήσεων εφ’ όρου ζωής στην ιατρική είναι πολλές φορές βολική και για τα δύο μέρη, γνωρίζουμε σήμερα αρκετούς εγγενείς ή lifestyle παράγοντες κινδύνου, οι οποίοι μπορεί να προδιαθέσουν το άτομο ως προς την ανάπτυξη βιολογικών επιπλοκών γύρω από ήδη τοποθετημένα εμφυτεύματα».
Περιεμφυτευματίτιδα
Τα οδοντικά εμφυτεύματα όπως και τα δόντια περιβάλλονται από περιεμφυτευματικούς ιστούς.
Οι ιστοί αυτοί αποτελούνται από έναν κερατινοποιημένο βλεννογόνο (“ούλα”) και το στηρικτικό οστό. Η φλεγμονή του κερατινοποιημένου ιστού που περιβάλλει τα εμφυτεύματα ονομάζεται περιεμφυτευματική βλεννογονίτιδα και ομοιάζει σε χαρακτήρα με την ουλίτιδα. Αποτελεί αναστρέψιμη κατάσταση με την παροχή της κατάλληλης συντηρητικής θεραπείας. Η απώλεια οστεοενσωμάτωσης και στηρικτικού οστού των εμφυτευμάτων ονομάζεται περιεμφυτευματίτιδα. Η κατάσταση αυτή ομοιάζει σε χαρακτήρα με την περιοδοντίτιδα, όμως η ανάταξή της απαιτεί ειδική διαχείριση, η οποία πολλές φορές έχει επιπρόσθετα χειρουργικό χαρακτήρα.
Κατά την προσωπική μας πείρα, η ανάπτυξη φλεγμονών γύρω από τα εμφυτεύματα είναι ένα ανεπιθύμητο σύμβαμα, το οποίο δημιουργεί σύγχυση σε γιατρό και ασθενή ως προς την αιτιολογία του.
Στο ιατρείο μας, η κύρια στόχευση πέφτει στη διάσωση της φυσικής οδοντοφυΐας και δευτερευόντως στην προσεκτική επιλογή των ασθενών που φέρουν το κατάλληλο υπόστρωμα, ώστε να δεχτούν ενδοστικά εμφυτεύματα. Υπό αυτό το πρίσμα, η τοποθέτηση ενδοστικών εμφυτευμάτων δεν πρέπει να αποτελεί θεραπεία εκλογής σε ασθενείς που φέρουν αντενδείξεις ως προς την τοποθέτησή τους. Επιπρόσθετα, η χειρουργική διαδικασία πρέπει να λαμβάνει χώρα με συγκεκριμένους κανόνες ασηψίας, υπό συγκεκριμένες συνθήκες και προδιαγραφές.
Ενδοοστικά Εμφυτεύματα
Η τοποθέτηση ενδοοστικών εμφυτευμάτων είναι προτεραιότητα να σχεδιάζεται με προσθετικά καθοδηγούμενο τρόπο.
Ο προγραμματισμός ενός ασθενή για προσθετική αποκατάσταση επί εμφυτευμάτων περιλαμβάνει:
- Λήψη αναλυτικού ιατρικού και οδοντιατρικού ιστορικού
- Αρχική αποτύπωση των δοντιών και ανάρτηση διαγνωστικών εκμαγείων σε αρθρωτήρα
- Ακτινογραφική εξέταση (“υπολογιστική τομογραφία κωνικής δέσμης”)
- Κλινική ανάλυση σύγκλεισης
Η συγκέντρωση των παραπάνω διαγνωστικών στοιχείων συνήθως επαρκεί για την κατάρτιση ενός εξατομικευμένου σχεδίου θεραπείας.
Οι κύριες παράμετροι που αξιολογούνται προεγχειρητικά είναι η επάρκεια σκληρών και μαλακών ιστών, ώστε η γνάθος να υποδεχθεί τα εμφυτεύματα.
Σε πολλές περιπτώσεις, η φατνιακή ακρολοφία μπορεί να κριθεί ανεπαρκής. Σημαντικό σε αυτή την περίπτωση είναι ο χειρουργός να κατατάξει το βαθμό της ανεπάρκειας. Η τοποθέτηση ενός ενδοοστικού εμφυτεύματος σε αυτές τις περιπτώσεις (προ)απαιτεί την ενδεδειγμένη μέθοδο κατευθυνόμενης οστικής αναγέννησης (ΚΟΑ) με χρήση μοσχευματικών υλικών.
Η τοποθέτηση των ενδοοστικών εμφυτευμάτων είναι απαραίτητο να λαμβάνει χώρα εντός επαρκούς οστίτη ιστού. Η μελέτη της διαθέσιμης τομογραφίας, καθώς και η ψηφιοποίηση των αποτυπωμάτων των δοντιών μάς επιτρέπει να γνωρίζουμε εκ των προτέρων αν η διαθέσιμη φατνιακή ακρολοφία πληροί τις προδιαγραφές για να υποδεχθεί ενδοοστικά εμφυτεύματα.
Η διαδικασία της χειρουργικής τοποθέτησης εμφυτευμάτων γίνεται πάντοτε με την υποβοήθηση ενός χειρουργικού νάρθηκα. Η μελέτη για την κατασκευή του νάρθηκα γίνεται πλέον ψηφιακά, χωρίς να απαιτείται η φυσική παρουσία του ασθενή. Η μέθοδος αυτή ελαττώνει σημαντικά την πιθανότητα να θιγούν ευαίσθητες ανατομικές δομές, μειώνει το διεγχειρητικό χρόνο και (όπως θα αναλύσουμε στη συνέχεια) καταργεί κάποιες φορές την ανάγκη για χειρουργικές τομές στα ούλα.
Πέρα από την επάρκεια οστίτη ιστού, τα ενδοοστικά εμφυτεύματα πρέπει να καλύπτονται και από ικανού πάχους μαλακούς ιστούς. Οι μαλακοί ιστοί αγκαλιάζουν και προστατεύουν τα προσθετικά εξαρτήματα (είναι και αυτά κατασκευασμένα από τιτάνιο) που βιδώνονται στο εσωτερικό σπείρωμα του εμφυτεύματος. Η προμελέτη σε ό,τι αφορά το χειρουργικό σχεδιασμό υποχρεωτικά, επομένως, αξιολογεί και το διαθέσιμο εύρος και πάχος των κερατινοποιημένων ούλων.
Οι ασθενείς με περιοδοντίτιδα, λόγω της καταστροφικής φύσης της νόσου, πολύ συχνά διαγιγνώσκονται με ανεπάρκειες σε μαλακούς και σκληρούς ιστούς. Οι προαναφερθείσες χειρουργικές τεχνικές είναι αναφαίρετο κομμάτι της θεραπείας με ενδοοστικά εμφυτεύματα. Ο περιοδοντολόγος είναι ο εξειδικευμένος χειρουργός οδοντίατρος που είναι σε θέση να διαγνώσει και να καταρτίσει ένα εξατομικευμένο σχέδιο θεραπείας επί εμφυτευμάτων και να παρέχει τις απαραίτητες εγγυήσεις για τη μακρόβια επιβίωσή τους.
Οι ασθενείς με περιοδοντίτιδα, λόγω της καταστροφικής φύσης της νόσου, πολύ συχνά διαγιγνώσκονται με ανεπάρκειες σε μαλακούς και σκληρούς ιστούς. Οι προαναφερθείσες χειρουργικές τεχνικές είναι αναφαίρετο κομμάτι της θεραπείας με ενδοοστικά εμφυτεύματα. Ο περιοδοντολόγος είναι ο εξειδικευμένος χειρουργός οδοντίατρος που είναι σε θέση να διαγνώσει και να καταρτίσει ένα εξατομικευμένο σχέδιο θεραπείας επί εμφυτευμάτων και να παρέχει τις απαραίτητες εγγυήσεις για τη μακρόβια επιβίωσή τους.
Σε περιπτώσεις που διαγιγνώσκεται ανεπάρκεια, τίθεται πολλές φορές ένδειξη για χειρουργική αύξηση του πάχους των μαλακών ιστών (“ουλοβλεννογόνια χειρουργική”) πριν την κατασκευή της οριστικής προσθετικής αποκατάστασης.
Οι τεχνικές που περιγράφονται στη βιβλιογραφία περιλαμβάνουν τη χρήση αυτομοσχευμάτων που λαμβάνονται από την υπερώα ("ουρανίσκο”) και ακολούθως συρράπτονται στη λήπτρια περιοχή.